top of page

Η πολυπόθητη επιστροφή ...

Πολλοί από τους πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν από τα σπίτια και τον τόπο τους έχουν "φύγει" με το παράπονο και τον πόθο της επιστροφής φωλιασμένο στην καρδιά...

Αρκετοί ελληνοκύπριοι γύρισαν στον τόπο τους μετά από 30 χρόνια, όχι για να επιστρέψουν μόνιμα στα πάτρια εδάφη αλλά ως απλοί επισκέπτες... Η καρτερία μεγάλη αλλά και η πικρία ακόμη μεγαλύτερη. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Αντίκρυσαν κατεστραμμένα κτίρια, βεβηλωμένες εκκλησίες και νεκροταφεία, ξεραμένα και απεριποίητα τα άλλοτε ανθισμένα και γεμάτα καρπούς περιβόλια τους... Τα σπίτια τους άνοιξαν από ξένους, άλλοτε τουρκοκύπριους και άλλοτε έποικους τούρκους. Νέοι οικοδεσπότες στις κατοικίες και στα μαγαζιά...

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ορκίστηκαν να μην ξαναβρεθούν εκεί, στα χώματα των πρώτων τους χρόνων, ως απλοί επισκέπτες! 

Η γνωστή καλλιτέχνης - τραγουδίστρια Αλέξια Βασιλείου επισκέφτεται για πρώτη φορά μετά την εισβολή την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Αμμόχωστο,

Το ποίημα «Γλυκό του κουταλιού» του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη απηχεί το ιστορικό γεγονός της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και τις κατοπινές δραματικές συνέπειες της κατοχής του μισού σχεδόν νησιού. Ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης είναι ένας από τους πρόσφυγες της τουρκικής εισβολής (το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε βρίσκεται στην κατεχόμενη περιοχή της Αμμοχώστου). Στο ποίημα , που προέρχεται από την ποιητική συλλογή Δοκίμιν (2000), αν και δε γίνονται σαφείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και γεωγραφικούς τόπους, ο αφηγητής επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του στην κατεχόμενη περιοχή και βρίσκει εκεί την καινούρια ένοικο του σπιτιού, μια λαϊκή γυναίκα, μάλλον μεγάλης ηλικίας, της οποίας η εθνική ταυτότητα δεν αναφέρεται.

Πηγή : Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Β' γυμνασίου

Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε 
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα 
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό, 
μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο 
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά 
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη 
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα 
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα 
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.

«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει· 
«μπορείς να 'ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα». 
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο 
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω 
την εντροπή και γύρεψα να πάρω 
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη, 
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;


Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε 
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα 
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη 
που την ομπρέλα της κρατεί».

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι 
που γαντοφορεμένο, ραδινό
σε καναπέ ακουμπούσε· αλλά τι περιμένεις;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη 
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα 
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα. 
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.


Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα 
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.

γλυκό-κουταλιού.JPG
bottom of page