Μια πρόσφυγας αφηγείται...
Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας μακριά από τη Μόρφου, μακριά από το τόπο που γεννήθηκα…
Μετρώ ένα-ένα τα χρόνια που πέρασαν και φτάνω βασανιστικά 45 χρόνια μετά, να αναπολώ το σπίτι μου, τις παρέες μου, τα γέλια μας, τη χαμένη μου νιότη.
Ωραία χρόνια, ξέγνοιαστα, πολλές οι εικόνες και οι θύμισες… δεν φεύγουν από το μυαλό μου. Τα πάρτι και οι χοροί δεν έλειπαν από τη ζωή μας. Η οικονομική μας άνεση την έκανε πιο ευχάριστη και ανέμελη.
Η Μόφου μας, ένας απέραντος κάμπος από πορτοκαλιές, λεμονιές και όλων των ειδών τα εσπεριδοειδή, ένας απέραντος παράδεισος.
Οι κήποι των σπιτιών μας στολισμένοι με τριανταφυλλιές, γαριφαλιές και βιολέτες. Οι λεμονανθοί άφηναν τον γλυκό τους άρωμα να διαχέεται στον αέρα.
Στις βόλτες και στους περιπάτους, τρελαινόσουν από τα γέλια και τα τραγούδια που άκουγες από τους ανθρώπους που εργάζονταν στα περιβόλια. Το εμπόριο άνθιζε σε σημείο που οι εξαγωγές προϊόντων έδιναν και έπαιρναν! Όλοι οι κάτοικοι ήταν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι μέχρι που ήρθε η μεγάλη ανατροπή…
Δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1974, ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ. Μια χούφτα ανεγκέφαλοι, μαζί με τη Χούντα στην Ελλάδα προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυπριακή κυβέρνηση. Μεγάλη σύγχυση, ταραχές και αβεβαιότητα… κανείς δεν φανταζόταν τι μας περιμένει. Το χειρότερο δεν άργησε να συμβεί. Στις 20 Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι εκτέλεσαν το σχέδιο που χρόνια πριν προετοίμαζαν.
Εισβολή… Τούρκικα πολεμικά αποβατικά προσάραξαν στην Κερύνεια. Ο Αττίλας Ι, έκανε απόβαση στην Κύπρο. Πανικός, φόβος, τρόμος, αγωνία. Από κανέναν βοήθεια, από κανέναν στήριξη. Τα τουρκικά στρατεύματα προελαύνουν και σπέρνουν το θάνατο. Ότι έβρισκαν μπροστά τους το κατέστρεφαν. Βίαζαν και σκότωναν τα γυναικόπαιδα. Η αντίσταση σχεδόν ανύπαρκτη, τα εφόδια λιγοστά. Πολύ σύντομα οι Τούρκοι κατάφεραν να εδραιωθούν στον πρώτο θύλακα στα βόρεια. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί, άλλοι στα βουνά και άλλοι κατέφυγαν στον νότο.
Μετά από ένα μήνα, έγινε εκεχειρία, με την προϋπόθεση η κυπριακή δημοκρατία να αποδεχθεί αίτημα της Τουρκίας, η οποία θα μπορούσε να έχει άλλον έναν θύλακα στην περιοχή της Λεύκας. Μετά από ολονύχτια συμβούλια και διαβουλεύσεις στην Βιέννη μεταξύ Τουρκίας και ελληνικής κυβέρνησης, δεν κατέληξαν πουθενά. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και το μέλλον αβέβαιο.
Μετά το ΟΧΙ στις διαβουλεύσεις, οι Τούρκοι έσπασαν την εκεχειρία και στις 14 Αυγούστου παραμονή της Παναγίας, στις έξι το πρωί άρχισαν οι βομβαρδισμοί και στη Μόρφου μας. Τα αεροπλάνα άρχισαν να σφυροκοπούν από πάνω μας.
Η 2η εισβολή, ο Αττίλας ΙΙ είχε αρχίσει…
25 χρονών τότε με δυο μικρά παιδιά, 2 και 5 ετών, βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση και απελπισία. Ο σύζυγός μου ήταν στην επιστράτευση, στην πρώτη γραμμή του πυρός. Άρπαξα τα δυο μου μωρά και μερικά ρουχαλάκια και έτρεξα να σωθώ… έπρεπε να κινηθώ γρήγορα. Δεν ήξερα που να πάω που να κρυφτώ, πώς να ξεφύγω από την κόλαση και κυρίως πώς να προστατεύσω τα παιδιά μου. Μαζί με μένα και όλοι οι κάτοικοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους βομβαρδισμούς. Με όση δύναμη μου έμενε άρπαξα το αυτοκίνητο και με τα δυο μου παιδιά ξεκίνησα για το άγνωστο. Στο δρόμο εκατοντάδες αυτοκίνητα, κι άλλοι πολλοί σαν και εμένα, κατευθυνόμασταν προς το βουνό, με το φόβο των αεροπλάνων πάνω από το κεφάλι μας. Μετά από λίγες ώρες βρεθήκαμε στην Κακοπετριά, σε ένα ορεινό χωριό που κάποτε ήταν ο παράδεισός μας στις διακοπές. Εκεί μπορέσαμε να βρούμε κατάλυμα σε ένα από τα αντίσκηνα.
Οι πληροφορίες και οι ειδήσεις που έφτανα στ’ αυτιά μας με έκαναν να τρέμω και να αγωνιώ για την τύχη του άντρα μου και πατέρα των παιδιών μου… που να βρίσκεται ο Γιώργος, αν κατάφερε να ξεφύγει, αν ζει…
Ένα αλαλούμ επικρατούσε…πολλοί οι νεκροί και οι τραυματίες, τα νοσοκομεία γεμάτα. Όπου έβλεπα φαντάρο ρωτούσα να μάθω για τον άντρα μου.. έτρεχα και παρακαλούσα κλαίγοντας «Μήπως ξέρετε το τάγμα πεζικού και το λόχο υποστήριξης στο Λιμνήτη, τι απέγινε;..» Μου απαντούσαν «Διαλύθηκε … οπισθοχώρησε ..» αυτή ήταν η απάντηση. Συνέχισα να εκλιπαρώ δεξιά και αριστερά να μάθω για την τύχη του. Μετά από δέκα μέρες κόλασης και βασανιστηρίου, κατάφερε να διαφύγει και έρποντας στα βουνά μέσα από τις φωτιές που προκαλούσαν τα τουρκικά αεροπλάνα και να σωθεί. Ρωτώντας, τον έναν και τον άλλον έφτασε στην Κακοπετριά και εκεί ανταμώσαμε ξανά. «Γύρισε ο παπάς, γύρισε ο παπάς..» Αγκαλιές, φιλιά δάκρυα ανακούφισης. Η οικογένεια ήταν πάλι μαζί… όχι όμως για άλλους…
Κάποια στιγμή ηρέμησαν τα πράγματα… με 38% του κυπριακού εδάφους στην κατοχή των Τούρκων, με 2500 αγνοούμενους, πολλούς νεκρούς και περίπου 200,000 πρόσφυγες.
Συμβούλια, διαβουλεύσεις, κυβερνήσεις, προτάσεις, σχέδια … κάπως έτσι πέρασαν 45 χρόνια, χρόνια πέτρινα, χωρίς τη λύση που θέλουμε, την επιστροφή στον τόπο μας…
Αργότερα πήγαμε στη Λεμεσό, όπου μείναμε μέχρι τον Οκτώβριο του 1975. Στη συνέχεια βρεθήκαμε σε ένα καράβι με δύο χάρτινες κούτες να ταξιδεύουμε για την Ελλάδα. Είχαμε χάσει πια τα πάντα και αναζητούσαμε μια νέα ζωή. Αρχίσαμε με τρεις μπόγους βαμβάκι και ένα κατσαρόλι. Δειλά δειλά αρχίσαμε να «ζούμε» πάλι, προσπαθώντας να στηριχτούμε πάλι στα πόδια μας. Πολλές οι δυσκολίες, οικονομικές και όχι μόνο.
Αν κρίνω από το σήμερα, τα καταφέραμε να μείνουμε ενωμένοι ως οικογένεια, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να αξιωθούμε να έχουμε και εγγόνια.
Μετά από τόσα χρόνια, το αίτημα για επιστροφή στον τόπο μας είναι ακόμα ζωντανό, ίσως τώρα στη δύση πια της ζωής μας ακόμα πιο έντονο , πιο απαραίτητο…
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει…» Κωστής Παλαμάς...
Μόρφου σ’ αγαπώ, δε σε ξεχνώ!
Μάρω
Τα απομνημονεύματα της Βασούλας
20 Ιουλίου 1974
Το πρωί η Βασούλα ξύπνησε στις 6, στο χωριό της, τον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Μια δυνατή φωνή καλούσε τους άνδρες να καταταγούν στο στρατό γιατί οι Τούρκοι εισέβαλαν στο νησί. Τρομαγμένη ξύπνησε τον άντρα της και του ανάφερε τα δυσάρεστα μαντάτα. Ο Πέτρος ετοιμάστηκε στα γρήγορα, φίλησε την έγκυο γυναίκα του και τα δύο του κοριτσάκια και έφυγε. Η Βασούλα βγήκε έξω και βρήκε τις γειτόνισσες. Όλες ήταν αναστατωμένες. Ακούγονταν συνέχεια βομβαρδισμοί και ο ουρανός γέμισε αεροπλάνα. Κυριαρχούσε σε όλους ο φόβος και η ανασφάλεια.
14 Aυγούστου 1974
Οι Τούρκοι ξεκίνησαν τη δεύτερη εισβολή και προχώρησαν στην Αμμόχωστο. Ο κόσμος ξεκίνησε να φεύγει τρομαγμένος προς τα νότια της Κύπρου. Η γειτονιά της Βασούλας ξεκίνησε να ερημώνεται. Αυτή όμως δεν είχε αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να φύγει με τα κορίτσια της. Εξάλλου, οι γονείς της αρνούνταν να φύγουν και να εγκαταλείψουν τα πρόβατα και τις κατσίκες τους. Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Προσευχόταν συνέχεια για τη σωτηρία της πατρίδας της και τη δική της.
15 Αυγούστου 1974
Χαράματα ο κύριος Κωστής κτύπησε την πόρτα.
_Βασούλα επέστρεψα για σένα. Έλα μαζί μου κόρη μου. Πάμε να σώσεις τα παιδιά σου. Να γεννήσεις κάπου με ασφάλεια.
Η Βασούλα αποχαιρέτησε τους γονείς της, πήρε τα κοριτσάκια της, πήρε και μερικά ρουχαλάκια και έφυγε. Σύντομα θα ησύχαζαν τα πράγματα και θα γύριζε πίσω. Σε λίγα λεπτά άφηναν τους τον Άγιο Σέργιο. Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω είδαν Τούρκους στρατιώτες να κλείνουν με βαρέλια το χωριό. Το είχαν καταλάβει. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα έφτασαν στην Αχερίτου, ένα χωριό νοτιότερα. Εκεί άκουσαν ότι το νοσοκομείο της Αμμοχώστου καταλήφθηκε από τους Τούρκους.
Η Αχερίτου είχε γεμίσει πρόσφυγες, κατατρεγμένους, φοβισμένους. Οι λίγες αίθουσες διδασκαλίας του χωριού έγιναν χώρος φιλοξενίας πολλών από αυτούς. Άγνωστοι άνθρωποι μεταξύ τους αλλά όλοι με τον ίδιο κοινό φόβο της ζωής και του θανάτου. Εκεί βολεύτηκε και η Βασούλα με τα κορίτσια της, τη Μάρθα 4 χρόνων και την Άντρη 11 μηνών. Το μυαλό της όμως όλο λογάριαζε τις ημερομηνίες. Μέχρι το δεκαπενταύγουστο θα είχε γεννήσει της είχε αναφέρει ο γιατρός πριν ένα μήνα.
18 Αυγούστου 1974
Τα γέλια των παιδιών την ξύπνησαν. Ήθελε πολύ να τους χαμογελάσει και αυτή. Στο μυαλό της είχε χίλιες ανησυχίες. «Πώς θα γεννήσει; Πού θα γεννήσει; Ποιος θα τη βοηθήσει στη γέννα;» Σε λίγα λεπτά βρέθηκε να τριγυρνά πάλι στο χωριό και να ψάχνει για γιατρό, για μαία, για …λύσεις.
-Εγώ κόρη μου είμαι μαία. ‘Ακουσε μια φωνή από μια μεσήλικη κυρία που έβγαινε από τον μπακάλη τους χωριού. Έφτασα και εγώ εδώ όπως ακριβώς και εσύ πριν δυο μέρες. Φώναξέ μου μόλις με χρειαστείς.
Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στα μάτια της Βασούλας.
-Εγώ δεν είμαι πρόσφυγας. Είμαι από την Αχερίτου. Δεν θα σε αφήσω να γεννήσεις κόρη μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων μέσα σε μια αίθουσα. Θα έρθεις σπίτι μου να σε φιλοξενήσω εγώ. Ακούστηκε και η φωνή της κυρα-Καλλούς.
Πλήμμυρες άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Βασούλας. Συγκινημένη ευχαρίστησε τις δύο κυρίες που της έστειλε ο Θεός και επέστρεψε στο σχολείο που τη φιλοξενούσε.
Βράδιασε για τα καλά αλλά ο ύπνος δεν έπαιρνε τη Βασούλα. Κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα. Ξύπνησε τη θεία της που κοιμόταν πάρα δίπλα. Σιγά σιγά περπάτησε μέχρι το σπίτι της κυρα-Καλλούς. Της κτύπησε δειλά την πόρτα. Αυτή την υποδέχτηκε με το μεγαλύτερο χαμόγελο που θα μπορούσε κάποιος να ζωγραφίσει στο πρόσωπό του. Έστρωσε αμέσως το κρεβάτι του γιου της που έχασε πρόσφατα και έβαλε τη Βασούλα να ξαπλώσει. Η μαία έφτασε τρέχοντας. Οι γυναίκες που βρέθηκαν εκεί να βοηθήσουν άναψαν μερικά κεριά για να αποφύγουν τον έντονο φωτισμό της λάμπας που ίσως προκαλούσε τα αεροπλάνα από ψηλά.
19 Αυγούστου 1974
Η κυρα-Καλλού διαλαλούσε στις γειτόνισσες τη χαρά της. Ένα κοριτσάκι γεννήθηκε στο σπίτι της. Κερνούσε σαν να είχε αποκτήσει το πρώτο της εγγόνι. Δεν άργησαν οι δύο από τους γιους της να μπουν στο σπίτι επιστρέφοντας από τα πεδία των μαχών. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Ζήτησαν από τη μάνα το νεογέννητο και έτρεξαν στον ιερέα του χωριού.
-Πάτερ τι θα γίνει με αυτό το μωρό; Ακούεται πως οι Τούρκοι προχωρούν και θα φτάσουν και στην Αχερίτου. Να το βαπτίσουμε πάτερ γιατί δεν ξέρουμε την τύχη μας…
25 Νοεμβρίου 1974
Ο Πέτρος, μαζί με το νονό της μικρής του κόρης, ψάχνουν ένα άδειο σπίτι στη Λεμεσό για να τους στεγάσει για… δεν ξέρουν για πόσο.
19 Αυγούστου 2015
Σ’ ένα σπίτι στο συνοικισμό Επισκοπής, η κυρα-Βασούλα κρατά το καπνιστήρι και ευχαριστεί το Θεό που τη βοήθησε σε κάθε δύσκολη στιγμή που έζησε και παρακαλά για επιστροφή, για λύση του κυπριακού προβλήματος.
Τα απομνημονεύματα της Βασούλας Πέτρου γραμμένα από την εγγονή της, Δωροθέα...
Η μικρή Παναγιώτα που γεννήθηκε λίγες μέρες μετά την προσφυγιά. Σήμερα έχει δική της οικογένεια και είναι δασκάλα!
Η κυρία Βασούλα μετά την προσφυγιά απέκτησε άλλα δύο παιδιά...